αμφιγνώμων
Смотреть что такое "αμφιγνώμων" в других словарях:
αμφιγνώμων — ( ονος), ον αμφιταλαντευόμενος, αβέβαιος, ασταθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + γνωμών < γνώμων. ΠΑΡ. αμφιγνωμονικός] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφιγνωμονικός — ή, ό [ἀμφιγνώμων] ο ασταθής, αβέβαιος στη γνώμη του, διστακτικός … Dictionary of Greek